- συστοιχίας
- συστοιχίᾱς , συστοιχίαcolumnfem acc plσυστοιχίᾱς , συστοιχίαcolumnfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρεμβολέας — ο ηλεκτρικός μεταγωγέας που χρησιμοποιείται κατά την φόρτιση ή εκφόρτιση συστοιχίας συσσωρευτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρεμβάλλω. Η λ., στον λόγιο τ. παρεμβολεύς, μαρτυρείται από το 1891 στο περιοδικό Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως] … Dictionary of Greek
γάμμα, κάμερα — Συσκευή με την οποία απεικονίζεται η κατανομή των ραδιενεργών ενώσεων στο ανθρώπινο σώμα κατά τη διάγνωση όπου χρησιμοποιούνται ραδιοϊσότοπα. Αποτελείται από έναν μεγάλο λεπτό κρύσταλλο σπινθηρισμού και μια συστοιχία φωτοπολλαπλασιαστών που είναι … Dictionary of Greek
Έλιοτ, ΤΣ (Τόμας Στερνς) — (Thomas Stearns Eliot, Σεν Λούις, Μιζούρι 1888 – Λονδίνο 1965). Αμερικανός ποιητής, που αργότερα πήρε την αγγλική υπηκοότητα. Σπούδασε στο Χάρβαρντ και στη συνέχεια στο Παρίσι και στην Οξφόρδη, όπου ανακάλυψε και μελέτησε την ποίηση των Γάλλων… … Dictionary of Greek